Μερος Γ’: Αραβο-ισραηλινες Διαπραγματευσεις: Απο το 1987 εως τις συμφωνιες του Οσλο

Υπογραφή της Συμφωνίας Όσλο 2 μεταξύ των ηγετών της Μέσης Ανατολής.

Από αριστερά προς τα δεξιά: ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν,
ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, ο ηγέτης της PLO Γιάσερ Αραφάτ και ο πρόεδρος της Αιγύπτου Χόσνι Μουμπάρακ

Φωτογραφία: Larry Downing, Getty Images

Συγγραφέας: Αφροδίτη Μάντικα | Απρίλιος 2024

Πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης

Εισαγωγή

Οι συμφωνίες του Όσλο αποτέλεσαν σημαντικό ορόσημο στην μακροχρόνια σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Η μεταβαλλόμενη πολιτική δυναμική και η συνεχιζόμενη βία ανέδειξαν την πολυπλοκότητα για την επίτευξη ειρήνης. Από το ξέσπασμα της Πρώτης Ιντιφάντα το 1987 έως την υπογραφή των Συμφωνιών του Όσλο το 1993, η εποχή αυτή γνώρισε μια πληθώρα διπλωματικών προσπαθειών, συνομιλιών υψηλού επιπέδου και στιγμών ελπίδας που ακολουθήθηκαν από αποτυχίες. Η κατανόηση αυτής της περιόδου είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση της πολυπλοκότητας και των προκλήσεων
που έχουν διαμορφώσει την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση μέχρι σήμερα (Saxena, 2023). Το κείμενο αυτό εξετάζει τις πολλαπλές πτυχές της σύγκρουσης, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών και πολιτιστικών διεκδικήσεων για το ίδιο έδαφος από τις δύο πλευρές, καθώς και τις ανησυχίες για την ασφάλεια των συνόρων. Επιπλέον, τονίζει την σημασία της διεθνούς κοινότητας για την επίλυση της σύγκρουσης.

Η Παλαιστινιακή Εξέγερση: Από την πρώτη στη δεύτερη Ιντιφάντα

Η πρώτη Ιντιφάντα, γνωστή και ως Παλαιστινιακή Εξέγερση, ήταν ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία της Παλαιστίνης, που σηματοδότησε την έναρξη μιας οργανωμένης αντίστασης κατά της ισραηλινής κατοχής. Υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον άμαχο πληθυσμό και χρησιμοποιήθηκαν διάφορες τακτικές, όπως το μποϊκοτάζ και οι απεργίες, με σκοπό να αμφισβητηθεί ο ισραηλινός έλεγχος. Σύμφωνα με τον Lauria (2015), αυτή η εξαετής εξέγερση, που άρχισε το 1987 ξεκίνησε με αφορμή τη δολοφονία ενός νεαρού Παλαιστίνιου από τις Ισραηλινές Δυνάμεις. Με τις εκκλήσεις της για αυτοδιάθεση και απελευθέρωση, η
εξέγερση αυτή άφησε ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία της Παλαιστίνης (Stein, 1991). Παρά το γεγονός ότι αντιμετώπισε βάναυση καταστολή από τις ισραηλινές δυνάμεις όπως μαζικές συλλήψεις, απαγόρευση κυκλοφορίας, απελάσεις, ακόμη και πυροβολισμούς εναντίον άοπλων διαδηλωτών ,η διεθνής κοινότητα καταδίκασε τη χρήση βίας από το Ισραήλ και αύξησε την πίεση για να επιλυθεί ειρηνικά η σύγκρουση.

Η δεύτερη Ιντιφάντα, που ξέσπασε το 2000, τροφοδοτήθηκε από ένα συνδυασμό μακροχρόνιων παραπόνων και συγκεκριμένων αφορμών. Δεκαετίες αποτυχημένων ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρρευσης της Συνόδου Κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ το 2000, άφησαν πολλούς Παλαιστίνιους να αισθάνονται απογοητευμένοι και περιθωριοποιημένοι. Η συνεχιζόμενη βία κατά των Παλαιστινίων από τις ισραηλινές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των στοχευμένων δολοφονιών, των κατεδαφίσεων σπιτιών και των περιορισμών στη μετακίνηση, πυροδότησε περαιτέρω τις εντάσεις (Delgado, 2011). Η προκλητική επίσκεψη του Αριέλ Σαρόν στο Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ τον Σεπτέμβριο του 2000 λειτούργησε επίσης ως καταλύτης για το ξέσπασμα της βίας. Αυτοί οι διάφοροι παράγοντες συνέκλιναν και προκάλεσαν εκτεταμένες διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις και πράξεις αντίστασης σε όλα τα παλαιστινιακά εδάφη. Η Δεύτερη Ιντιφάντα συμβόλιζε μια συλλογική έκφραση θυμού και απογοήτευσης για τη συνεχιζόμενη κατοχή και καταπίεση που αντιμετώπιζαν οι Παλαιστίνιοι (Sneeringer & Yin, 2023). Η διεθνής κοινότητα προσπάθησε να παρέμβει για τη μεσολάβηση ειρηνευτικών συμφωνιών, αλλά δεκαετίες αποτυχημένων διαπραγματεύσεων και η βαθιά ριζωμένη εχθρότητα μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων εμπόδισαν την πρόοδο προς μια διαρκή λύση.

Η διεθνής συμμετοχή και οι ειρηνευτικές διασκέψεις διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση κατά τη θεματική περίοδο από το 1987 έως τις συμφωνίες του Όσλο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως βασικός διαμεσολαβητής, φιλοξένησαν αρκετούς γύρους συνομιλιών μεταξύ ισραηλινών και παλαιστινιακών εκπροσώπων. Επιπλέον, περιφερειακοί παράγοντες, όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, συμμετείχαν επίσης στις προσπάθειες για τη διευκόλυνση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Η Διάσκεψη της Μαδρίτης το 1991 έφερε για πρώτη φορά κοντά τα αραβικά κράτη και το Ισραήλ, σηματοδοτώντας ένα σημαντικό βήμα προς την ειρήνη (Robinson, 2023) Αυτές οι διεθνείς πρωτοβουλίες παρείχαν μια πλατφόρμα για διάλογο και βοήθησαν να ανοίξει ο δρόμος για τις επαναστατικές συμφωνίες του Όσλο το 1993, οι οποίες καθόρισαν ένα πλαίσιο για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις και τη συνεργασία μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης.

Η Διάσκεψη της Μαδρίτης το 1991 αποτέλεσε σημαντικό σημείο καμπής στις διαπραγματεύσεις για την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, καθώς έφερε για πρώτη φορά κοντά εκπροσώπους του Ισραήλ, της Παλαιστίνης, της Ιορδανίας, της Συρίας και του Λιβάνου. Η διάσκεψη αυτή έθεσε τις βάσεις για μελλοντικές ειρηνευτικές συνομιλίες και άνοιξε το δρόμο για τις μυστικές διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στις συμφωνίες του Όσλο το 1993. Η Διάσκεψη της Μαδρίτης παρείχε μια πλατφόρμα για ανοιχτό διάλογο και έθεσε τις βάσεις για απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του. Η
προθυμία όλων των εμπλεκόμενων μερών να προσέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να συμμετάσχουν σε εποικοδομητικές συζητήσεις κατέδειξε μια στροφή προς τη διπλωματία και την οικοδόμηση της ειρήνης για την επίλυση αυτής της μακροχρόνιας σύγκρουσης.

Συμφωνίες του Όσλο(1993-95): Διεθνείς διαπραγματεύσεις για την ειρήνη

Η Νορβηγία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ως διαμεσολαβητης. Οι συνομιλίες, που είχαν ξεκινήσει μήνες νωρίτερα υπό την αιγίδα του νορβηγικού υπουργείου Εξωτερικών, είχαν ξεκινήσει ανεπίσημα από ισραηλινούς και παλαιστίνιους διπλωμάτες και ακαδημαϊκούς. Οι συνομιλίες αναβαθμίστηκαν και σύντομα διεξήχθησαν από Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους αξιωματούχους υψηλού επιπέδου. Ως εκ τούτου, στις 20 Αυγούστου, υπογράφηκε το σχέδιο μιας “Διακήρυξης Αρχών” (The Oslo Accords, 2016). Κερδίζοντας την εμπιστοσύνη και των δύο πλευρών και λειτουργώντας έτσι ώστε να αισθανθούν ότι θα προχωρήσουν σε έναν «έντιμοσυμβιβασμό». Ακόμα και όταν στα τελευταία στάδια η παλαιστινιακή πλευρά αισθάνθηκε ότι η Νορβηγία εκπροσωπεί περισσότερο τα ισραηλινά συμφέροντα, η πραγματικότητα είναι πως η χώρα υπερασπιζόταν τις μέχρι στιγμής διαπραγματεύσεις, επιχειρώντας να αποτρέψει μία «αποτυχία».

Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το 1993, με την πρώτη συμφωνία να υπογράφεται στην Ουάσιγκτον από τον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Γιτζάκ Ράμπιν. Οι συμφωνίες πραγματοποιήθηκαν με τη μεσολάβηση του προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον και περιλάμβαναν πολλούς γύρους συνομιλιών μεταξύ των δύο πλευρών. Οι συμφωνίες του Όσλο είχαν ως στόχο να καθιερώσουν ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των δύο εθνών, παρέχοντας ένα σχέδιο για τη σταδιακή αποχώρηση του Ισραήλ από τα κατεχόμενα εδάφη.

Οι συμφωνίες είχαν ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Παλαιστινιακής Αρχής, η οποία θα ήλεγχε τμήματα της Λωρίδας της Γάζας και της Δυτικής Όχθης. Ήταν ένα σημαντικό βήμα όπου η Παλαιστινιακή Αρχή μπορούσε να διαχειριστεί τις εσωτερικές υποθέσεις της όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη και οι κοινωνικές υπηρεσίες (Levine, 1995). Ωστόσο, είχε περιορισμένη κυριαρχία. Απαγορευόταν να ελέγχει τα σύνορα της αυτόνομης περιοχής, γεγονός που καθιστούσε δύσκολη τη διαχείριση της οικονομικής ανάπτυξης ή την ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν μπορουσε να διοικεί πλήρως την επικράτειά της και να ελέγχει τα σύνορά της, αυτο δημιουργησε καθημερινές δυσκολίες για τους πολίτες,όπως την πρόσβαση σε βασικά αγαθά, όπως το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα. (UNCTAD ,2019).

Παρά την αρχική πρόοδο για την εξεύρεση λύσης και την επίτευξη ειρήνης, υπήρχαν αρκετές διαφωνίες όσον αφορά την παραχώρηση εδαφών, πολλαπλά κρούσματα στρατιωτικής κλιμάκωσης και αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών. Αυτό περιλαμβάνει τη σύγκρουση μεταξύ των παρατάξεων Χαμάς και Φατάχ μετά την εκλογική νίκη της Χαμάς, που εμπόδισαν την εφαρμογή της συνθήκης, καθιστώντας την αναποτελεσματική (Scham & Irshaid, 2007). Όμως η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και οι δράσεις τους σε άλλες περιφερειακές συγκρούσεις είχαν επιπτώσεις στις προσπάθειες επίλυσης της ισραήλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης.

Προκλήσεις και εμπόδια στην εφαρμογή των Συμφωνιών του Όσλο

Η συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης είναι ένα μακροχρόνιο ζήτημα για το οποίο δεν έχει βρεθεί λύση. Η διαμάχη αυτή έχει τις ρίζες της σε ιστορικές και πολιτιστικές διεκδικήσεις για το ίδιο έδαφος, με τις δύο πλευρές να πιστεύουν ότι έχουν τη νόμιμη κυριότητα της γης. Επιπλέον, υπάρχουν διάφορες ανησυχίες για την ασφάλεια, όπως οι τρομοκρατικές επιθέσεις και ο έλεγχος των συνόρων, που τροφοδοτούν περαιτέρω την ένταση. Το ζήτημα των εποικισμών θεωρείται ως ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους το Όσλο απέτυχε. Επιπλέον, οι αλλαγές στην ηγεσία και στις δύο
πλευρές έχουν επίσης εμποδίσει την πρόοδο, καθώς οι νέοι ηγέτες φέρνουν στο τραπέζι τις δικές τους ατζέντες. Επιπλέον, η άνιση δυναμική της εξουσίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποτυχία των συμφωνιών. Αυτές οι σύνθετες προκλήσεις καθιστούν δύσκολη την εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης που να ικανοποιεί και τα δύο εμπλεκόμενα μέρη.

Εξάλλου, εξτρεμιστικές ομάδες από κάθε πλευρά συνεχίζουν να πραγματοποιούν επιθέσεις, περιπλέκοντας περαιτέρω την κατάσταση. Υπήρξαν ορισμένα αξιοσημείωτα επιτεύγματα, όπως η συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας μεταξύ των ισραηλινών και παλαιστινιακών δυνάμεων και η αύξηση των οικονομικών δεσμών. Παρά τις προκλήσεις αυτές, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι συμφωνίες του Όσλο αντιπροσωπεύουν μια κρίσιμη προσπάθεια για την εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης και θα πρέπει να μελετηθούν ως τέτοιες σε πανεπιστημιακό επίπεδο και όχι μόνο.

Κριτικές και προκλήσεις των συμφωνιών του Όσλο

Μία από τις κύριες επικρίσεις των Συμφωνιών του Όσλο ήταν ότι δεν αντιμετώπισαν βασικά ζητήματα όπως το καθεστώς της Ιερουσαλήμ, οι πρόσφυγες και οι ισραηλινοί οικισμοί στα κατεχόμενα εδάφη. Οι επικριτές υποστήριξαν ότι, αναβάλλοντας αυτά τα κρίσιμα ζητήματα για μελλοντικές διαπραγματεύσεις, η συμφωνία απέτυχε να παράσχει συνολική λύση στη σύγκρουση. Επιπλέον, ορισμένοι πίστευαν ότι η συμφωνία ευνοούσε το Ισραήλ έναντι της Παλαιστίνης, καθώς επέτρεπε τη συνεχή επέκταση των οικισμών και δεν εξασφάλιζε την παλαιστινιακή κυριαρχία σε βασικές περιοχές. Η έλλειψη σαφών μηχανισμών για την επιβολή της συμμόρφωσης και την επίλυση των διαφορών δημιούργησε επίσης ανησυχίες σχετικά με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της συμφωνίας.

Συμπέρασμα

Ένα βασικό μάθημα που αντλήθηκε από τις διαπραγματεύσεις για την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση κατά την περίοδο από το 1987 έως τις συμφωνίες του Όσλο είναι η σημασία του διαρκούς διαλόγου και της αμοιβαίας αναγνώρισης. Παρά τις αρχικές αναποδιές και προκλήσεις, τα δύο μέρη κατάφεραν να έρθουν κοντά μέσω συνεχών διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών. Προχωρώντας προς τα εμπρός, οι μελλοντικές προοπτικές για ειρήνη στην περιοχή βασίζονται στη δέσμευση για οικοδόμηση εμπιστοσύνης, κατανόησης των προοπτικών του άλλου και εξεύρεσης κοινού εδάφους.

Επιπλέον, η συμμετοχή διεθνών διαμεσολαβητών και η προώθηση πρωτοβουλιών από τη βάση μπορούν να βοηθήσουν στη γεφύρωση των διαχωριστικών γραμμών και στη δημιουργία μιας πιο περιεκτικής διαδικασίας προς τη διαρκή ειρήνη. Μαθαίνοντας από τις εμπειρίες του παρελθόντος και παραμένοντας αφοσιωμένοι στην εξεύρεση λύσεων, υπάρχει ελπίδα για ειρηνική επίλυση αυτής της μακροχρόνιας σύγκρουσης. Οι εσωτερικές διαιρέσεις τόσο εντός της ισραηλινής όσο και της παλαιστινιακής ηγεσίας εμπόδισαν την εφαρμογή βασικών διατάξεων των συμφωνιών. Επιπλέον, η συνεχιζόμενη βία και η τρομοκρατία και από τις δύο πλευρές διάβρωσαν περαιτέρω την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.

Τέλος, οι οικονομικές ανισορροπίες που προέκυψαν από χρόνια συγκρούσεων παρουσίασαν επίσης σημαντικά εμπόδια στην επίτευξη διαρκούς ειρήνης. Παρά τις προκλήσεις αυτές, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι συμφωνίες του Όσλο άνοιξαν το δρόμο για μελλοντικές διαπραγματεύσεις και έθεσαν ένα πλαίσιο για πιθανές λύσειςσε αυτή τη μακροχρόνια σύγκρουση.

Βιβλιογραφικές Πηγές

Anderlini, S. N., Tirman, J., Garlo, C., Gomez, S., Kamaruzzaman, S., Polfus, T. S., Rey, E., &
Zedriga, L. (2010). What the Women Say: Participation and UNSCR 1325 – A Case Study
Assessment. International Civil Society Action Network and the MIT Center for International
Studies

Lauria, K. (2015). Young Men of the Stones”: Gendering the First Palestinian Intifada.
Dissertations ,Theses and Capstone Projects. CUNY Academic Works. Graduate Center,
City Universtiy of New York

Levine, M. (1995). Palestinian Economic Progress Under the Oslo Agreements. Fordham
International Law Journal, 1994

Scham, P., & Irshaid, O. A. (2009). Special Report. United States Institute of Peace

Stein, K. W. (1991). The Intifada and the Uprising of 1936-1939: A Comparison of the
Palestinian Arab Communities. (pp. 3-36). Florida International University Press

Saxena O. (2023). The Oslo Accords at 30: A journey of hope, struggle, and quest for
peace. WION

United Nations.(2019).The Economic Costs of the Israeli Occupation for the Palestinian
People: The Unrealized Oil and Natural Gas Potential (Publication No.
UNCTAD/GDS/APP/2019/1). Geneva. ISBN: 978-92-1-112947-2

Alpher, Yossi. (2005). The Future of the Israeli-Palestinian Conflict: Critical Trends
Affecting Israel. United States Institute of Peace, Special Report

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Scroll to Top