Θεωρια παιγνιων και διεθνεις διαπραγματευσεις: Αναλυοντας τις στρατηγικες των κρατων

Συγγραφέας: Χριστίνα Λάσπα | Μάιος 2024

Φοιτήτρια Πολιτικών Επιστημών | LinkedIn

Στη σύγχρονη εποχή, η ατομική συμπεριφορά εδράζεται σε κίνητρα και η θεωρία παιγνίων εξασφαλίζει την βέλτιστη στρατηγική μελέτη των κινήτρων. Σε διακρατικό επίπεδο η συμπεριφορά και οι εφαρμοσμένες στρατηγικές των κρατών μελετώνται από την θεωρία παιγνίων. Η θεωρία παιγνίων είναι η μαθηματική μελέτη κατά την διαδικασία λήψης αποφάσεων σε ανταγωνιστικό περιβάλλον και εξετάζει τις συμπεριφορές των ατόμων ή των ομάδων σε καταστάσεις που υπάρχει αλληλεξάρτηση. Ακόμη η θεωρία παιγνίων, λειτουργεί ως συστηματικός τρόπος διεύρυνσης της στρατηγικής σκοπιμότητας της ομάδας και της ορθολογικότητας. Συγκεκριμένα, η στρατηγική σκοπιμότητα επηρεάζει στην διαδικασία λήψης αποφάσεων με βάση την ερμηνεία των αλληλεπιδράσεων και η ορθολογικότητα επηρεάζει την διαδικασία επιλογής της ευνοϊκότερης ενέργειας. Έτσι, και στις διαπραγματεύσεις, η θεωρία παιγνίων επηρεάζει άμεσα τα συμβαλλόμενα μέρη κατά την λήψη αποφάσεων και κατά την δημιουργία συμφωνιών στο διακρατικό σύστημα (Ρεφανίδης, 2014). Η ορθολογικότητα επομένως, οδηγεί τα συμπλεκόμενα μέρη σε μία κατάσταση να εκτιμούν τις δυνατότητες του εαυτού τους αλλά και του αντιπάλου προκειμένου να αναπτύξουν στρατηγικά πλάνα για την διεκδίκηση της καλύτερης πιθανής λύσης. Στο ίδιο μοτίβο, οι στρατηγικές επιλογές κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων των κρατών, βασίζονται σε εκτιμήσεις για τις πιθανές επιλογές των μερών που θα παραχωρούν σαφές στρατηγικό πλεονέκτημα.

Επίσης, με τον όρο παίγνιο εννοείται μια μέθοδος ανάλυσης προβλημάτων σε καταστάσεις σύγκρουσης και συνεργασίας, όπου παίκτες όπως άτομα, επιχειρήσεις, έθνη κλπ. καλούνται να πάρουν ορθολογικές αποφάσεις με στόχο ο καθένας την ικανοποίηση των συμφερόντων του. Για να μπορέσει να σταθεί το παίγνιο, δύο ή περισσότεροι δρώντες με συγκρουόμενα συμφέροντα βρίσκονται αντιμέτωποι και ακολουθούν συνεργατικές στρατηγικές που θα τους οδηγήσουν σε συμβιβασμό ή συνεργασία (Πατρινός, 2019). Τα παίγνια μπορούν να ανήκουν σε κατηγορίες, όπως για παράδειγμα τα επαναλαμβανόμενα παίγνια (repeated games) όπου επαναλαμβάνεται το ίδιο παίγνιο, και οι εμπλεκόμενοι «παίκτες» καλούνται να αποφασίσουν για τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν και για το κατά πόσο θα την διατηρήσουν στο διηνεκές. Ακόμη, συχνά συναντάμε τα παίγνια συνεργασίας (cooperative or coalition games), στην οποία περίπτωση οι παίκτες σχηματίζουν συμμαχίες και επιλέγουν ενέργειες που μεγιστοποιούν τα από κοινού κέρδη, οπότε προβλέπεται ποιες συμμαχίες θα σχηματιστούν, ποια είναι τα οφέληκαι πως θα κατανεμηθούν μεταξύ των μελών της συμμαχίας (Σαρικεΐσογλου,2021).

Κατά τον Gulliver (1979) η διαπραγμάτευση χαρακτηρίστηκε ως μια διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος όπου επιχειρείται η εξεύρεση αποδεκτών λύσεων σε διαφωνίες και συγκρούσεις για κοινά ζητήματα. Επιπλέον, οι Rosenchein & Zlotkin (1994), χαρακτήρισαν τη διαπραγμάτευση ως μια διαδικασία λήψης αποφάσεων ώστε να υπάρξει, συνεργασία μεταξύ των μερών ώστε να δοθεί ομόφωνη απόφαση (Πατρινός, 2019). Κατά την διαδικασία των διαπραγματεύσεων σε οικουμενικό επίπεδο η θεωρία παιγνίων φαίνεται να διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο, επειδή βοηθά τα συμβαλλόμενα μέρη να εφαρμόσουν στρατηγικές και να λάβουν αποφάσεις σύμφωνα με αυτές. Η θεωρία παιγνίων εφαρμόζεται έμπρακτα στο ευρύ φάσμα των διαπραγματεύσεων ενώ ταυτόχρονα συνδέει και εξηγεί την διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων με βάση την μαθηματική μελέτη των γεγονότων. Ειδικότερα, με βάση το game theory, κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ κρατών ή κράτους και διεθνών οργανισμών δημιουργείται παίγνιο δύο παικτών (two-players-games) ενώάλλα κράτη ή οργανισμοί παρακολουθούν τις εξελίξεις.

Επιπροσθέτως, τα συμβαλλόμενα μέρη αντικειμενικά επιδιώκουν την μέγιστη αποτελεσματικότητα και η μεγιστοποίηση των συμφερόντων και κερδών τους μέσω της στρατηγικής που εφαρμόζουν. Κάθε τύπος στρατηγικής (συνεργατική, μη συνεργατική κλπ.) που θα ακολουθήσει κάποιος εξαρτάται από την ωφέλεια που πρόκειται να του αποφέρει. Με την ανάλυση των καταστάσεων και την εξέταση των στοιχείων της κάθε πλευράς με βάσει τις πληροφορίες που διαθέτουν, οριοθετείται το δίλημμα και εφαρμόζεται η στρατηγική που έχει αποφασιστεί (Πατρινός, 2019). Οι αντιτιθέμενες θέσεις ισορροπούν στο σημείο που τα συμφέροντα και οι μέγιστες υπολογίσιμες φθορές μετριάζουν για τα συμβαλλόμενα μέρη. Έτσι, φαίνεται ότι οι εκπρόσωποι των κρατών δεν επιδιώκουν απλώς της επίτευξη των στόχων τους αλλά και την ελαχιστοποίηση των φθορών που ενδέχεται να υποστούν. Συνεπώς, η θεωρία παιγνίων στις διαπραγματεύσεις έγκειται στον νομικό όρο της Αρχής της Αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η αρχή της αναλογικότητας αναφέρει ότι τα κέρδη και τα συμφέροντα πρέπει να είναι εξίσου ισορροπημένα με τις φθορές και να ακολουθούν μία λογική ορθολογιστική πορεία (Μηλιαράκης,2015).

Όπως αναφέρει και ο Αρβανίτης, η θεωρία των παιγνίων αποτελεί μια ειδική κατηγορία εντός της θεωρίας λήψης αποφάσεων. Χρησιμοποιείται σε καταστάσειςόπου υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων και οι αποφάσεις των μεν επηρεάζουν τους δε. Υπό το πρίσμα της θεωρίας λήψης αποφάσεων και της θεωρίας παιγνίων, μπορούμε, λοιπόν, να προσεγγίσουμε και τις διαπραγματεύσεις, τις περιπτώσεις στις οποίες τα εμπλεκόμενα μέρη, πάντα ορθολογικά σκεπτόμενα, καλούνται να μεγιστοποιήσουν τις ωφέλειες τους. Στο πλαίσιο διαρκούς και αδιάκοπης διαμάχης, οι διαπραγματευτικές ανάγκες αυξάνονται. Οι εμπλεκόμενοι οφείλουν να έχουν αναπτύξει διαπραγματευτική συμπεριφορά, τέτοια που να είναι προσαρμοσμένη στα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες της κάθε περιόδου. Σε συνδυασμό με τον ορθολογικό τρόπο σκέψης, η θεωρία παιγνίων προσφέρει μία διεπιστημονική προοπτική στις διαπραγματεύσεις.

Με βάση τη θεωρία που ανέπτυξε ο John Νash τη δεκαετία του ‘50, απέδειξε την ύπαρξη του σταθερού σημείου ισορροπίας σε μη συνεργατικά παίγνια. Ο Nash ήθελε να εξελίξει την έρευνα που είχε προηγηθεί από τους von Neumann και Morgenstern για τις διαπραγματεύσεις εκφράζοντας τις εξελίξεις που μπορούν να προβλεφθούν ως συνάρτηση. Στην ανάλυση του διακρίνεται στόχος της αναγνώρισης του διαπραγματευτικού αποτελέσματος, βάσει των δεδομένων του διαπραγματευτικού προβλήματος. Το αποτέλεσμα του παιγνίου πρέπει να επιφέρει πάντα περισσότερες ευνοϊκές μεταρρυθμίσεις παρά φθορές για τους διαπραγματευόμενους. Η διαπραγματευτική λύση του Nash, έδειξε ότι μια τέτοια συνάρτηση, χαρακτηρίζεται από εύλογα αξιώματα. Αυτά τα αξιώματα γενικεύουν την ευρύτερα παραδεκτή αρχή του μοιράσματος των κερδών προβλήματα διαπραγμάτευσης (Πατρινός,2019).

Ειδικότερα, στην ανάλυση του Nash για τη διαπραγμάτευση σε μοντέλο μη συνεργασίας, η καινοτομία συνίσταται στη χρησιμοποίηση της έννοιας της ισορροπίας για το χαρακτηρισμό των ορθολογικών στρατηγικών των. Η ισορροπία κατά Nash είναι μια τεχνική επίλυσης παιγνίων με δύο ή περισσότερους παίκτες. Σε αυτήν κάθε παίκτης γνωρίζει τις στρατηγικές ισορροπίας των άλλων παικτών και κανείς από αυτούς δε θα κερδίσει τίποτα περισσότερο, αν αλλάξει μονομερώς την στρατηγική του. Δηλαδή, αν κάθε παίκτης έχει επιλέξει μια στρατηγική και κανείς άλλος δεν μπορεί να ωφεληθεί αλλάζοντας την στρατηγική του με δεδομένο ότι οι υπόλοιποι διατηρούν τις ίδιες στρατηγικές, τότε αυτή η ομάδα στρατηγικών επιλογών και τα οφέλη που απορρέουν απο αυτές αντιστοιχούν σε μια ισορροπία. Στο μοντέλο αυτό, τα διαπραγματευόμενα μέρη έχουν επιδιώξεις. Εάν οι επιδιώξεις τους είναι εφικτές, η διαπραγμάτευση λήγει σε μια δεσμευτική συμφωνία η οποία τους αποφέρει τις ωφέλειες που επιδίωξαν, διαφορετικά η διαδικασία καταλήγει σε διαφωνία. Η ανάλυση μη συνεργασίας της διαπραγμάτευσης του Nash είναι σπουδαία διότι εξηγεί, γιατί η διαπραγμάτευση συνιστά πρόβλημα, και επομένως παρέχει ένα πλαίσιο στο οποίο η επίδραση του περιβάλλοντος στα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης είναι δυνατό να εκτιμηθεί.

Ο Bernand Russel (1963) παρομοίασε τα πολιτικά παιχνίδια του Ψυχρού Πολέμου με το γνωστό ως «παιχνίδι του δειλού» της Θεωρίας Παιγνίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της θεωρίας παιγνίων στις διεθνείς σχέσεις αποτελεί η περίπτωση της κρίσης των πυραύλων της Κούβας που στην πραγματικότητα ήταν ένας ψυχολογικός πόλεμος με πολιτικές πρακτικές. Η κρίση διήρκησε 13 ημέρες τον Οκτώβριο του 1962 μεταξύ των ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης εξαιτίας των βαλλιστικών πυραύλων που αναπτύχθηκαν στην Κούβα. Την αιτία της κρίσης αποτέλεσε η εγκατάσταση σοβιετικών πυραύλων στην Κούβα, στον Κόλπο των Χοίρων, η οποία λειτούργησε ως έμμεση απάντηση στην εγκατάσταση αμερικανικών πυρηνικών πυραύλων στο έδαφος της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιταλίας και κυρίως της Τουρκίας. Οι πολιτικοί ηγέτες της εποχής θεωρούσαν ότι σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου δεν θα μπορούσε τίποτα να σταματήσει τον πόλεμο και τα αποτελέσματα θα ήταν καταστροφικά. (Κοτσίνης,2014).

Η απειλή των κρατών για χρήση πυρηνικών δημιούργησε ένα στενό φάσμα πολιτικών πρακτικών, όπου με την μία λάθος κίνηση θα μπορούσε να καταστραφεί η ανθρωπότητα. Η θεωρία παιγνίων επισήμανε τις ορθολογικές στρατηγικές που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να επιτευχθούν συμβιβασμοί χωρίς την χρήση πυρηνικών όπλων. Η μεγάλη σύρραξη αποσοβήθηκε καθώς η Αμερική απάντησε με αποκλεισμό στους Ρώσους ενώ ταυτόχρονα απαίτησαν την απόσυρση των πυρηνικών βάσεων και η Ρωσία συμφώνησε. Ο Kennedy γνώριζε πως έπρεπε να κάνει κάτι αποτελεσματικό και έτσι έπεισε τους αντιπάλους ότι η Αμερική είναι αμετάκλητη και δεν θα υποχωρήσει. Η κατάσταση έφτασε στα όρια της καταστροφής και με σκοπό να επιτευχθεί η καλύτερη απόδοση όπως αναφέρει και το παίγνιο του δειλού. Έτσι, μέσω τις εφαρμογής της θεωρίας παιγνίων και της εφαρμογής της καλύτερης στρατηγικής, αποσοβήθηκε μία κρίση που θα μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρη της ανθρωπότητα.

Συμπερασματικά, η θεωρία παιγνίων δεν επηρεάζει μόνο την λήψη αποφάσεων σε ατομικό επίπεδο αλλά κατά την πάροδο των αιώνων φαίνεται να διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών. Τα εργαλεία μελέτης της θεωρίας παιγνίων για την βέλτιστη κατανόηση των διαπραγματεύσεων και των διεθνών σχέσεων έχουν αποφανθεί ιδιαίτερα σημαντικά και κερδοφόρα στη σύγχρονη ιστορία. Οι διαπραγματεύσεις βασίζονται στην πληροφόρηση αλλά και στην επικοινωνία καθώς μέσα στο πλαίσιο συγκεκριμένων θεσμοθετημένων κανόνων, προκύπτουν διαφορετικά αποτελέσματα εξαιτίας της εφαρμογής της θεωρίας παιγνίων.

Βιβλιογραφικές Πηγές

Κοτσίνης, Α. (2014). Μελέτη της θωρίας παιγνίων και εφαρμογή της σε ιστορικές συγκρούσεις-
διαπραγματεύσεις

Μηλιαράκης, Π. (2015). Η θεωρία παιγνίων και η διαπραγμάτευση

Πατρινός, Π. (2019). «Θεωρίες και Στρατηγικές Διαπραγμάτευσης»

Ρεφανίδης. (2014). Θεωρία παιγνίων. 40-52

Σαρικεΐσογλου, Ι. (2021). ΘΕΩΡΙΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ: ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ NASH

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Scroll to Top