Η ιστορικής χειραψία ανάμεσα στον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιασίρ Αραφάτ και του πρωθυπουργού του Ισραήλ Γιτζάκ Ράμπιν στο γρασίδι του Λευκού Οίκου
Συγγραφέας: Μαρία – Ζωή Θεουλάκη | Μάιος 2024
Απόφοιτος διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών | LinkedIn
Εισαγωγή
Το Ισραήλ και η Παλαιστίνη συγκρούονται εδώ και δεκαετίες για τις διεκδικήσεις των Αγίων Τόπων, μια σύγκρουση που αποτελεί χρόνια μια από τις πιο δυσεπίλυτες στον κόσμο. Ιστορικά εντοπίζονται αρκετές προσπάθειες τόσο σε διμερές, όσο και σε πολυμερές επίπεδο για μια διευθέτηση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή. Βέβαια, το πρόσφατο παρελθόν είναι γεμάτο από συμφωνίες, που ήταν αποτέλεσμα κοπιωδών διαπραγματεύσεων, αλλά δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Εν τωμεταξύ, η βία μεταξύ των δύο πλευρών έχει φτάσει σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί από τότε που έληξε η τελευταία μεγάλη ένοπλη εξέγερση (Iντιφάντα) το 2005. Η αναζήτηση μιας ισραηλινό-παλαιστινιακής ειρήνης αποτελεί από τα μεγαλύτερα αινίγματα στην ιστορία της διπλωματίας και εξακολουθεί να αψηφά τη λογική της επίλυσης των συγκρούσεων (BenAmi,2019).
Οι επανειλημμένες προσπάθειες για μία “Ενδιάμεση” λύση
Ένα απτό παράδειγμα προσπάθειας για μετριασμό της σύγκρουσης αποτελεί η Ισραηλινό-Παλαιστινιακή Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 (Όσλο ΙΙ), η οποία υπογράφηκε από τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Γιτζάκ Ράμπιν, και τον πρόεδρο της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΠΑ), Γιασέρ Αραφάτ. Η εν λόγω συμφωνία περιλάμβανε την ίδρυση της Παλαιστινιακής Αρχής, την αμοιβαία αναγνώριση, και τη συμφωνία για την έναρξη διαπραγματεύσεων, σχετικά με μια συμφωνία τελικού καθεστώτος το 1999. Εκτός των άλλων, προέβλεπε την αναδιάταξη του ισραηλινού στρατού από ορισμένα τμήματα των κατεχόμενων εδαφών καιδιαιρούσε την Δυτική Όχθη(εκτός τηςΑνατολικής Ιερουσαλήμ)σε τρεις ξεχωριστές διοικητικές ενότητες. Ως αποτέλεσμα, το Ισραήλ διατήρησε τον απόλυτο έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Όχθης, ενώ μεταβιβάστηκε στους Παλαιστίνιους ο έλεγχος επιπλέον τμημάτων της περιοχής εντός ενός πλαισίου ρυθμίσεων ασφάλειας, δημόσιας διοίκησης και οικονομίας, έως ότου επιτευχθεί μια τελική ειρηνευτική συμφωνία.
Ολόκληρη η διαδικασία του Όσλο βασίστηκε στην αντίληψη ότι η βαθμιαία πρόοδος πάνω σε μικρότερης κλίμακας πρακτικά ζητήματα (π.χ. μεταφορές διοικητικής ευθύνης, συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, ενίσχυση της οικονομίας κ.λπ.) θα ευνοούσε την οικοδόμηση εμπιστοσύνης με μια ταυτόχρονη αποφυγή των ‘καυτών ζητημάτων’ προς επίλυση. Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών του Όσλο, οι ατελείωτες καθυστερήσεις και επανειλημμένες αρνήσεις παραχωρήσεων μετέτρεψαν αποτελεσματικά τέτοιες«ενδιάμεσες» ρυθμίσεις σε μόνιμες πραγματικότητες (Elgindy, 2010). Προσπάθειες εντοπισμού των λόγων
γιατην έλλειψη εφαρμογής κατέληξαν σε αμοιβαίες κατηγορίες για παραβιάσεις.
Εξάλλου, κατά την περίοδο της κυβέρνησης Νετανιάχου (1996-1999), υπογράφηκαν το Πρωτόκολλο της Χεβρώνας και το Μνημόνιο του Ποταμού Wye ως μέρος των Συμφωνιών του Όσλο, αλλά οι διαπραγματεύσεις για μια ειρηνευτική συμφωνία δεν ξεκίνησαν. Και αυτό γιατί οι συμφωνίες Χεβρώνας και Wye υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κατά την οποία ο Νετανιάχου είχε διακηρύξει μια νέα πολιτική κατεύθυνση μετά τις επιθέσεις αυτοκτονίας από μέρους της Χαμάς και της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ, που είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1993. Επρόκειτο για μία πολιτική «tit-for-tat» (που προέρχεται από την θεωρία παιγνίων και εδράζεται στην λογική των αμοιβαίων αντιποίνων), κατά την οποία το Ισραήλ αρνούνταν να συμμετέχει σε οποιαδήποτε ειρηνευτική διαδικασία εάν ο Αραφάτ συνέχιζε την υποκίνηση και την άμεση ή έμμεση υποστήριξη της τρομοκρατίας.
Επιγραμματικά, η συμφωνία της Χεβρώνας (1997) αφορούσε την αναδιάταξη των ισραηλινών στρατιωτικών δυνάμεων από τμήματα της Χεβρώνας και άλλα μέρη της Δυτικής Όχθης, ενώ το Μνημόνιο του ποταμού Wye (1998), αποτέλεσε μια πολιτική συμφωνία για τη διευκόλυνση της εφαρμογής των τμημάτων της συμφωνίας Όσλο ΙΙ, που το Ισραήλ προηγουμένως είχε αποτύχει να υλοποιήσει. Ωστόσο, τόσο οι επίσημοι γύροι διαπραγματεύσεων όσο και η ενδελεχής σειρά πρωτοκόλλων, μνημονίων και άλλων μικρό-πρωτοβουλιών, απέτυχαν να καταλήξουν σε συμφωνία ή έστω να δημιουργήσουν επαρκή δυναμική προς την κατεύθυνση αυτή.
Η αποτυχημένη αμερικανική προσπάθεια στο Καμπ Ντέιβιντ (2000)
Σημείο καμπής στις ειρηνευτικές διαδικασίες υπήρξε το 2000, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον συγκάλεσε ειρηνευτική σύνοδο κορυφής μεταξύ του Παλαιστίνιου προέδρου Γιάσερ Αραφάτ και του Ισραηλινού πρωθυπουργού Εχούντ Μπαράκ. Μετά από πρόσκληση του Αμερικάνου Προέδρου οι Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι ηγέτες συναντήθηκαν στο Καμπ Ντέιβιντ για να διαπραγματευτούν τα θέματα του τελικού καθεστώτος, μεταξύ άλλων τα σύνορα, τους εποικισμούς, τους πρόσφυγες και την Ιερουσαλήμ, με ελπίδα τη μόνιμη ειρηνευτική συμφωνία. Η σύνοδος κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ, βέβαια, τελείωσε άδοξα και χωρίς συμφωνία, την αποτυχία της οποίας ο πρόεδρος Κλίντον απέδωσε στην παλαιστινιακή ηγεσία, παίρνοντας φανερά το μέρος του Ισραήλ. Έτσι, ακόμη και κάτω από την έντονη πίεση των ΗΠΑ δεν μπόρεσε να επιτευχθεί καμία βιώσιμη λύση που θα ικανοποιούσε τόσο τα ισραηλινά όσο και τα
παλαιστινιακά αιτήματα(Robinson, 2021).
Οι προσπάθειες να μετατραπεί το όραμα που ενσωματώνεται στις παραπάνω συμφωνίες σε δύο έθνη — ένα παλαιστινιακό και ένα ισραηλινό— που ζουν μαζί ειρηνικά και αρμονικά, αποτέλεσαν ένα σημαντικό μέλημα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ των τελευταίων δεκαετιών και έναν σημαντικό στόχο που επιδιώκεται τόσο από διεθνείς ειρηνοποιούς, όσο και από άλλους εθνικούς, διεθνείς και μη κυβερνητικούς φορείς και οργανώσεις.
Η απογοήτευση από όλα τα χρόνια άκαρπων διαπραγματεύσεων καθώς και η κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας του 2000 καλλιέργησε ακόμη πιο έντονα το αίσθημα δυσπιστίας και στις δύο πλευρές, κάτι που με τη σειρά του ξεχείλισε σε μια αρκετά βίαιη ένοπλη εξέγερση, τη δεύτερη Ιντιφάντα της Αλ Άκσα, η οποία διήρκησε μέχρι το 2005. Υπό τη σκιά της βίας και της τρομοκρατίας και μπροστά στην αυξανόμενη πολιτική και στρατιωτική δύναμη της Χαμάς παρουσιάστηκε ως ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη η επιστροφή στις διαπραγματεύσεις,οι οποίες ήταν -και παραμένουν- το μόνο μέσο για να επιφέρει αλλαγή. Τελικά, η δεύτερη Ιντιφάντα αποτέλεσε το μοιραίο χτύπημα που μετατόπισε ριζικά την ισραηλινή κοινή γνώμη προς τα δεξιά, ακόμη και προς την άκρα δεξιά. Εκτεθειμένοι στα κύματα τρομοκρατίας αυτοκτονίας, οι Ισραηλινοί έχασαν κάθε ελπίδα για μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων και υπέκυψαν σε μια πολιτική μονομερούς αποχώρησης. Από την άλλη, ο συνδυασμός των ισραηλινών αντιποίνων, της διαίρεσης της εσωτερικής παλαιστινιακής κοινωνικήςβάσης και τηςανεπάρκειας πολιτικήςδιακυβέρνησης υποβοήθησε τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την άνοδο της Χαμάς στην Παλαιστίνη (Alpher,
2005).
Η αναλογία Ισραήλ – Παλαιστίνης στο διαπραγματευτικό τραπέζι
Οι αποτυχίες τόσο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όσο και επί του πεδίου απέτυχαν να φέρουν τους Παλαιστίνιους πιο κοντά στις εθνικές τους φιλοδοξίες, αλλά η ίδια η ειρηνευτική διαδικασία κατά κάποιο τρόπο διευκόλυνε την εμβάθυνση της ισραηλινής κατοχής και τη διαιώνιση ενός άνευ προηγουμένου σχίσματος στο εσωτερικό της Παλαιστίνης (Elgindy,2010).
Έχοντας αποδυναμωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία, η παλαιστινιακή ηγεσία κατανοεί ότι δεν έχει πλέον την πολυτέλεια να ενεργεί μόνη της, καθώς ελάχιστα έχει να κερδίσει από την εμπλοκή σε μια διαδικασία που ιστορικά έχει μόνο υπονομεύσει τόσο τις διαπραγματευτικές της θέσεις όσο και την εσωτερική της νομιμότητα. Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι διμερείς διαπραγματεύσεις από μόνες τους, ακόμη και με την ενεργό εμπλοκή των ΗΠΑ, δεν αρκούν για να ξεπεραστεί η τεράστια ανισορροπία ισχύος με το Ισραήλ, παρατηρείται μία παλαιστινιακή στροφή για τη διεθνοποίηση της σύγκρουσης και την κινητοποίηση μίας πολυμερούς κινητοποίησης τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Στο επίκεντρο της ανανεωμένης προσπάθειας των Παλαιστινίων η αυξανόμενη εξάρτησή τους από τα αραβικά κράτη για πολιτική και υλική υποστήριξη. Ειδικότερα η παλαιστινιακή ηγεσία είχε εντείνει τις προσπάθειές της να συντονίσει μια διαπραγματευτική στρατηγική με τα αραβικά κράτη –ιδιαίτερα με την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και την Ιορδανία. Η υποστήριξη της Αραβικής Ειρηνευτικής Πρωτοβουλίας του 2002 (ΑPI), η οποία ζητούσε μια συνολική περιφερειακή ειρήνη που θα βασιζόταν κυρίως στην επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος και η οποία βρισκόταν πλέον στον πυρήνα της διπλωματικής
στρατηγικής της Παλαιστίνης, αποτέλεσε παράδειγμα εξάρτησης της από την αραβική πατρωνία.
Μία εξήγηση, λοιπόν, για τους λόγους για τους οποίους οι διαπραγματεύσεις χαρακτηρίζονται από αποτυχία, αποτελεί η εξαιρετικά στρεβλή ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η μόνη συμφωνία που μπορεί να επιτευχθεί είναι μια ειρήνη του νικητή που παραιτείται από κάθε στοιχείο δικαιοσύνης. Δεν προκαλεί, άλλωστε, έκπληξη το γεγονός ότι το Ισραήλ ήταν και παραμένει πρόθυμο να διαπραγματευτεί μόνο από μια θέση σχετικής ισχύος. Η ανισορροπία των δύο μερών έγκειται στη δεδομένη συντριπτική θέση του Ισραήλ ως περιφερειακή δύναμη με στρατιωτική και
πυρηνική ισχύ, και την εξασφάλιση της υποστήριξης της μοναδικής εναπομένουσας υπερδύναμης του κόσμου, πράγμα που ωθεί τους αντιπάλους να καταφεύγουν στο να ζητούν συλλογικά ειρήνη (μέσω του API). Με βάση, μάλιστα τον Avi Shlaim στο βιβλίο του The Iron Wall, το ‘σιδερένιο τείχος’ ήταν μια στρατηγική που χρησιμοποιήθηκε από το σιωνιστικό κίνημα, δόγμα του οποίου αποτελούσε η προϋπόθεση οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Άραβες να διεξάγονται μόνο υπό συνθήκες ασυμμετρίας ισχύος, όπου το Ισραήλ είναι το ισχυρότερο μέρος. Η συγκεκριμένη πολιτική του Ισραήλ μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πως μεταφράζεται η διαδικασία της διαπραγμάτευσης μέσα από το πρίσμα μιας γεωστρατηγικής αντίληψης για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του εκάστοτε συσχετισμού ισχύος.
Ωστόσο, όσο αμυδρές και αν είναι οι σημερινές προοπτικές της, η πρακτική, αν και όχι η πολιτική, προοπτική της λύσης των δύο κρατών δεν έχει εγκαταλειφθεί πλήρως. Μια ειρηνευτική συμφωνία είναι πάντοτε δυνατή εάν κάποιος διαπραγματεύεται εντός ενός κοινωνικοπολιτικού πλαίσιού ανεπηρέαστου από τις πιέσεις της πολιτικής πραγματικότητας που συνοδεύονται από τις εκάστοτε σκοπιμότητες. Τέτοιες συνθήκες όμως δεν υπάρχουν, ιδίως στη Μέση Ανατολή(BenAmi,2019).
Συμπέρασμα
Η επί δεκαετίες διαδικασία για τη διαμόρφωση μιας ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων ήταν ένα ταξίδι δοκιμών και λαθών. Η αποτυχία επίτευξης μιας διευθέτησης μέχρι σήμερα δεν ήταν πάντα αποτέλεσμα κακής πίστης ή ανεπαρκών διαπραγματευτικών ικανοτήτων. Αντίθετα, προέρχεται κυρίως από την εγγενή ανικανότητα και των δύο μερών να συμφιλιωθούν με τις θεμελιώδεις απαιτήσεις του άλλου. Ωστόσο, αν αφεθούν στην τύχη τους, οι δύο πλευρές έχουν αποδειχθεί τραγικά ανίκανες να διευθετήσουν τη διαφορά τους.
Οι προοπτικές για τις ισραηλινό-παλαιστινιακές διαπραγματεύσεις είναι δυσοίωνες, με τις διαιρέσεις μεταξύ των δύο πλευρών να επιδεινώνονται περαιτέρω από την κλιμάκωση της βίας. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται στο γεγονός ότι η πρόσφατη τραγωδία είναι απλώς το τελευταίο επεισόδιο σε μια μακρά ιστορική ακολουθία γεγονότων, κατά την οποία τόσο οι Παλαιστίνιοι όσο και οι Ισραηλινοί, στρέφονται όλο και πιο μακριά από, αντί προς, μία ειρηνική επίλυση.
Βιβλιογραφικές Πηγές
IMEU. (2013). Oslo Timeline: 20 Years Of Failed US-Led Peace Talks. Imeu.org